Μερίδιο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και τα 32 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στην Ελλάδα θα διεκδικήσει και ο τουριστικός κλάδος, παρά τις συζητήσεις περί υπερβολικής έκθεσης της χώρας στην εν λόγω δραστηριότητα που αποκάλυψε η τρέχουσα υγειονομική κρίση. Και αυτό διότι η πανδημία παράλληλα με την εξάρτηση της οικονομίας κατέστησε σαφές πως μόνον οι επιχειρήσεις εκείνες που συμβαδίζουν με τις σύγχρονες τάσεις και απαιτήσεις μπορούν να σταθούν την επόμενη ημέρα.
Εργα ενεργειακής αναβάθμισης με πυξίδα την αειφορία και έργα που υλοποιούν την ψηφιακή μετάβαση και εκσυγχρονισμό αναμένεται να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον των τουριστικών επιχειρήσεων που θα επιδιώξουν να ενταχθούν στις χρηματοδοτήσεις του πακέτου στήριξης.
Αλλά ο κλάδος μπορεί να ευνοηθεί και από τις βελτιώσεις σε υποδομές αποκτώντας τη δυνατότητα η χώρα να κλείσει την ψαλίδα της διαφοράς με τους ανταγωνιστές της, τις άλλες ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες δηλαδή, σε αυτούς τους τομείς. Η ταξιδιωτική εμπειρία δεν αφορά μόνο τη διαμονή, αλλά συνολικά τον προορισμό επαναλαμβάνουν χαρακτηριστικά τα τελευταία έτη οι πιο διορατικοί ξενοδόχοι.
«Η τουριστική δραστηριότητα πρέπει να κατανοηθεί ως ένα οικοσύστημα από αλυσίδες αξίας που καθοδηγείται από τις αλυσίδες “εμπειριών”, τις οποίες προσφέρουν οι προορισμοί, με τον κάθε επιμέρους προορισμό –και κάθε χώρα– να έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει τη δική του μοναδική αλυσίδα αξίας και εμπειριών», εξηγεί μιλώντας στην «Κ» ο γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), Ηλίας Κικίλιας. Οι βασικοί ανταγωνιστές της χώρας μας, όπως έχει τεκμηριώσει με το ερευνητικό έργο του ΙΝΣΕΤΕ, είναι κατά κύριο λόγο οι ώριμοι ευρωπαϊκοί προορισμοί, η Ισπανία, η Ιταλία και η Πορτογαλία, «έναντι των οποίων υπερτερούμε ως προς τη φιλικότητα και εξυπηρέτηση, τη διαμονή και την ποιότητα του φαγητού, την αίσθηση ασφάλειας, αλλά υστερούμε σε ζητήματα που σχετίζονται κυρίως με τις δημόσιες υποδομές και τη λειτουργία των προορισμών, όπως η καθαριότητα, η άναρχη πολεοδομία, η κατάσταση των αρχαιολογικών χώρων, η πληροφόρηση κ.λπ.», προσθέτει. «Ακόμη και πριν από την πανδημία, οι “μακροτάσεις” έδειχναν με σαφή τρόπο την εντεινόμενη επιδίωξη των ταξιδιωτών να προσδιορίζουν και να προσαρμόζουν τα ταξίδια τους στις προσωπικές τους ανάγκες με περισσότερο αποτελεσματικούς τρόπους, να αναζητούν νέες εμπειρίες και τρόπους διάδρασης, καθώς και την αυξανόμενη σημασία της βιωσιμότητας των προορισμών ως πολυσύνθετης ολιστικής έννοιας», επισημαίνει ο επικεφαλής του ΙΝΣΕΤΕ. Η πανδημία αναμφισβήτητα εντείνει και επιταχύνει τις τάσεις αυτές.
«Συνεπώς, η περαιτέρω αναβάθμιση και ωρίμανση του τουριστικού προϊόντος –των αλυσίδων αξίας και εμπειριών– απαιτείται να στηριχθεί στους άξονες της βιωσιμότητας και αειφορίας, της ψηφιακής τεχνολογίας, των αναγκαίων δημοσίων υποδομών –συμπεριλαμβανομένης της υγείας– και της αποτελεσματικής διαχείρισης και προώθησης των προορισμών ως μοναδικών αλυσίδων αξίας και εμπειριών», τονίζει.
Καθώς η πανδημία επιφέρει ισχυρότατο πλήγμα στη δραστηριότητα του τουρισμού, ξεκίνησε η συζήτηση σχετικά με την αναζήτηση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου και την «απεξάρτηση από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού». Ομως, κάθε χώρα έχει τους δικούς της ανταγωνιστικούς πυλώνες και ο τουρισμός είναι ένας από αυτούς. Είναι έτσι χαρακτηριστικό πως η ενδιάμεση έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη αναγνωρίζει, αφενός, τον οικονομικό χαρακτήρα του τουρισμού –και της ποντοπόρου ναυτιλίας– στη χώρα μας ως σημαίνουσα εξωστρεφή και εξαγωγική δραστηριότητα που έχει συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στην άμβλυνση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης με τον υπερδιπλασιασμό των εσόδων την τελευταία δεκαετία, και, αφετέρου, την υστέρηση άλλων τομέων παραγωγής διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων. Τα έσοδα από τον εισερχόμενο τουρισμό μαζί με τα έσοδα από αερομεταφορές, κρουαζιέρα κ.λπ. το 2019 –εκτός από τη συμβολή στην απασχόληση, τους φόρους, τις εισφορές και το ΑΕΠ– εκτιμάται ότι κάλυψαν το 89% του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. «Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι η εντυπωσιακή ανάπτυξη του τουρισμού, αλλά η υστέρηση ενός σημαντικού αριθμού κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, πολλοί εκ των οποίων μπορούν να επωφεληθούν πολύ περισσότερο από την ανάπτυξη αυτή», επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ.
ΠΗΓΗ : kathimerini.gr