Προβλέπουν πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης το 2020 υψηλότερο και πάλι του 3,6% του ΑΕΠ, ακόμη και με σημαντική αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου των φορέων της γενικής κυβέρνησης και με αύξηση των κοινωνικών δαπανών που θα οδηγούσε σε αύξηση των πρωτογενών δαπανών γενικής κυβέρνησης το 2020 στο 2,2%.
Εκλογικευμένα μέτρα μείωσης της υπερφορολόγησης, αύξηση των αναπτυξιακών και κοινωνικών δαπανών, αλλά και διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και της εξυπηρέτησης του χρέους, που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα, ζητά ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων.
Σε έκθεση του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ (ΙΝΣΕΤΕ) με τίτλο «Η ελληνική οικονομία: ανάπτυξη και οικονομική πολιτική μετά την έξοδο από τα μνημόνια», αναφέρει ότι το νέο πακέτο οικονομικής πολιτικής πρέπει να εφαρμοστεί την τριετία 2019-2021 και είναι πιθανό να οδηγήσει το 2020 και υπό προϋποθέσεις σε ανάπτυξη που θα υπερβεί το 3% και τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης θα αυξηθούν σε ποσοστό υψηλότερο του 2,3% παρά τη μείωση της υπερφορολόγησης.
«Αυτή η εξέλιξη θα οδηγούσε με ασφάλεια σε πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης το 2020 υψηλότερο και πάλι του 3,6% του ΑΕΠ, ακόμη και με σημαντική αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου των φορέων της γενικής κυβέρνησης και με αύξηση των κοινωνικών δαπανών που θα οδηγούσαν σε αύξηση των πρωτογενών δαπανών γενικής κυβέρνησης το 2020 στο 2,2%», αναφέρει στην έκθεσή του το ΙΝΣΕΤΕ.
Σημειώνει εξάλλου ότι η βασική προϋπόθεση για να γίνει εφικτός και βιώσιμος ο στόχος της μείωσης των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων, χωρίς να διακινδυνεύσουν τα επιτεύγματα της χώρας, είναι η αλλαγή προς το θετικό των παραμέτρων της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και, κυρίως, το εκτιμώμενο κόστος δανεισμού και ο προσδοκώμενος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης σε βάθος χρόνου.
Προϋποθέσεις
Επίσης, το πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης, κατά το ΙΝΣΕΤΕ, μπορεί να διαμορφωθεί και πάλι άνω του 3,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2023 και άνω του 3% του ΑΕΠ την περίοδο 2024-2030, εφόσον ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ υπερβεί το 3,57% την περίοδο 2020-2030 και ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής των εσόδων και των δαπανών της γενικής κυβέρνησης υπερβεί το 1,85%.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας για το 2019, μετά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, είναι ότι -υπό προϋποθέσεις- το πρωτογενές πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε επίπεδα πολύ κοντά, ίσως και πάνω από τον στόχο 3,5%, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές θα μπορούσε -υπό όρους- να πλησιάσει το 2,4%.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται, όπως σημειώνεται στη μελέτη, σε πορεία ήπιας ανάκαμψης από το 2014 μέχρι σήμερα, «ενώ παράλληλα διανύει μια περίοδο εντεινόμενης δημοσιονομικής προσαρμογής, κατά την οποία επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα στη γενική κυβέρνηση που είναι σημαντικά υψηλότερα των απαιτούμενων και ολοκληρώνει σημαντικότατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εδραιώθηκαν στη χώρα μετά το 2009».
Ο εισερχόμενος τουρισμός έχει συμβάλει στη συγκράτηση της ύφεσης όσο και στην ανάκαμψη, έχοντας συνεισφέρει άμεσα περίπου 125 δισ. ευρώ τη δεκαετία 2009-2018. Ομως το Ινστιτούτο υπογραμμίζει ότι οι προβλέψεις για συρρίκνωση της αναπτυξιακής δυναμικής της ευρωζώνης και των σημαντικότερων αγορών «καθιστούν κρίσιμο τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός συνεπούς, συγκροτημένου και αποτελεσματικού Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για τον Τουρισμό για την επόμενη δεκαετία».
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών